ἐγκύκλιος — circular masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκύκλιος — α, ο και ος, ο (AM ἐγκύκλιος, ον) 1. «εγκύκλιος παιδεία», «εγκύκλιες σπουδές», «ἐγκύκλιοι σπουδαί», «εγκύκλια γράμματα» οι πρώτες, απαραίτητες, βασικές γνώσεις προτού κανείς αρχίσει να ειδικεύεται 2. οι ανθρωπιστικές σπουδές, γραμματική,… … Dictionary of Greek
ἐγκυκλίως — ἐγκύκλιος circular adverbial ἐγκύκλιος circular masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύκλιον — ἐγκύκλιος circular masc/fem acc sg ἐγκύκλιος circular neut nom/voc/acc sg ἐγκυκλέομαι roll imperf ind act 3rd pl (doric) ἐγκυκλέομαι roll imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КРУГ ЗНАНИЙ, КРУГ НАУК — •Έγκύκλιος παιδεία, αγωγή, εγκύκλια μαθήματα … Реальный словарь классических древностей
Круг знаний — • Έγκύκλιος παιδεία, αγωγή, εγκύκλια μαθήματα, на языке Аристотеля означали как круг знаний, так и курс преподавания, считавшиеся обязательными для образованной и свободнорожденной молодежи. Из этого понятия неверным образом образовалось (по … Реальный словарь классических древностей
ἐγκυκλίοις — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut dat pl ἐγκυκλέομαι roll pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυκλίοισι — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐγκυκλέομαι roll pres part act masc/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυκλίου — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυκλίους — ἐγκύκλιος circular masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)